- αποτροπιάζομαι
- μετ. питать отвращение, чувствовать омерзение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποτροπιάζομαι — (Α ἀποτροπιάζω κ. ομαι) [αποτροπή] νεοελλ. αποστρέφομαι, απεχθάνομαι, αντιπαθώ αρχ. κάνω προσευχή ή θυσία για ν αποτρέψω κάτι κακό … Dictionary of Greek
αποτροπιάζομαι — ιάστηκα, ιασμένος, αποστρέφομαι, σιχαίνομαι: Εκείνο που ιδιαίτερα αποτροπιαζόταν ήταν οι κολακείες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποτροπιάζομαι — ἀποτροπιάζω utter a deprecatory prayer for pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)